- εθνογραφικός
- η , ό[ν] этнографический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εθνογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εθνογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Κωνστ. Δ. Σχινά] … Dictionary of Greek
εθνογραφικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εθνογραφία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)